κολλύριο

κολλύριο
Φάρμακο τοπικής χρήσης για τη θεραπεία των ασθενειών των ματιών ή των βλεφάρων. Σήμερα τα ξηρά κ. έχουν καταργηθεί, χρησιμοποιούνται όμως σε μεγάλη έκταση τα υδατικά κ. σε μορφή σταγόνων. Αυτά περιέχουν διαλύματα φαρμακευτικών ουσιών με διάφορα δραστικά συστατικά, όπως αντισηπτικά, αγγειοσυσταλτικά, τοπικά αναισθητικά, σουλφαμίδες, αντιβιοτικά κ.ά. Τα λιπαρά κ. αποτελούνται είτε από διαλύματα ελαίων είτε, συχνότερα, από αλοιφές, που περιέχουν τις ίδιες φαρμακευτικές ουσίες. Τα κ. πρέπει να είναι πάντοτε αποστειρωμένα.
* * *
το (Α κολλύριον) [κολλύρα]
υγρό φάρμακο τοπικής χρήσης που ενσταλάζεται στα μάτια για θεραπεία οφθαλμικών παθήσεων
αρχ.
1. πολτός, αλοιφή
2. λεπτός πηλός πάνω στον οποίο τυπωνόταν μια σφραγίδα
3. κουλούρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κολλύριο — το φάρμακο που χρησιμοποιείται για θεραπεία των ασθενειών του ματιού: Ρίξε λίγο κολλύριο στο μάτι σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ένστακτον — ἔνστακτον, το (Α) [ενστάζω] θεραπευτικό υγρό για τα μάτια, κολλύριο …   Dictionary of Greek

  • αιγυπτάριον — αἰγυπτάριον, το (Μ) γενική ονομασία για το κολλύριο …   Dictionary of Greek

  • ερεικηρόν — ἐρεικηρόν κολλούριον, τὸ (Α) [ερείκη] κολλύριο που παρασκευάζεται από ερείκη …   Dictionary of Greek

  • ιεράκιο — (Ηieracium). Γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των συνθέτων. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το όνομά του ετυμολογείται από τη λέξη ιέραξ (γεράκι), επειδή οι αρχαίοι πίστευαν ότι το αρπακτικό αυτό πτηνό δυνάμωνε την όρασή του τρώγοντας τον βλαστό του …   Dictionary of Greek

  • κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …   Dictionary of Greek

  • κηρύκιον — κηρύκιον, τὸ (Α) [κήρυξ] 1. δ. γρφ. τού κηρύκειον* 2. κολλύριο 3. στον πληθ. τὰ κηρύκια οξείς, μυτεροί λίθοι …   Dictionary of Greek

  • κοκαΐνη — Χημική ένωση, με μοριακό τύπο C17H21NO4, η οποία ανήκει στα αλκαλοειδή. Βρίσκεται μαζί με άλλα αλκαλοειδή στα φύλλα του θαμνίσκου ερυθρόξυλο η κόκα (Erythroxylon coca) της οικογένειας των ερυθροξυλίδων (δικοτυλήδονα). Τα φύλλα του φυτού, τα οποία …   Dictionary of Greek

  • κολλούριον — κολλούριον, τὸ (AM) κουλούρι αρχ. κολλύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλύριον*] …   Dictionary of Greek

  • λυσίπονος — η, ο (AM λυσίπονος, ον) αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυσίπονον κολλύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + πόνος (πρβλ. δορί πονος, παυσί πονος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”