κολλύριο — το φάρμακο που χρησιμοποιείται για θεραπεία των ασθενειών του ματιού: Ρίξε λίγο κολλύριο στο μάτι σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ένστακτον — ἔνστακτον, το (Α) [ενστάζω] θεραπευτικό υγρό για τα μάτια, κολλύριο … Dictionary of Greek
αιγυπτάριον — αἰγυπτάριον, το (Μ) γενική ονομασία για το κολλύριο … Dictionary of Greek
ερεικηρόν — ἐρεικηρόν κολλούριον, τὸ (Α) [ερείκη] κολλύριο που παρασκευάζεται από ερείκη … Dictionary of Greek
ιεράκιο — (Ηieracium). Γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των συνθέτων. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το όνομά του ετυμολογείται από τη λέξη ιέραξ (γεράκι), επειδή οι αρχαίοι πίστευαν ότι το αρπακτικό αυτό πτηνό δυνάμωνε την όρασή του τρώγοντας τον βλαστό του … Dictionary of Greek
κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) … Dictionary of Greek
κηρύκιον — κηρύκιον, τὸ (Α) [κήρυξ] 1. δ. γρφ. τού κηρύκειον* 2. κολλύριο 3. στον πληθ. τὰ κηρύκια οξείς, μυτεροί λίθοι … Dictionary of Greek
κοκαΐνη — Χημική ένωση, με μοριακό τύπο C17H21NO4, η οποία ανήκει στα αλκαλοειδή. Βρίσκεται μαζί με άλλα αλκαλοειδή στα φύλλα του θαμνίσκου ερυθρόξυλο η κόκα (Erythroxylon coca) της οικογένειας των ερυθροξυλίδων (δικοτυλήδονα). Τα φύλλα του φυτού, τα οποία … Dictionary of Greek
κολλούριον — κολλούριον, τὸ (AM) κουλούρι αρχ. κολλύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλύριον*] … Dictionary of Greek
λυσίπονος — η, ο (AM λυσίπονος, ον) αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυσίπονον κολλύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + πόνος (πρβλ. δορί πονος, παυσί πονος)] … Dictionary of Greek